- λεπταί
- λεπτόςpeeledfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδύμιο — το (AM διδύμιον) [δίδυμος] πληθ. τα διδύμια τέσσερα υποστρόγγυλα λοφίδια στη ραχιαία επιφάνεια τού μέσου εγκεφάλου («τὰ ἑκατέρωθεν τοῡ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῡ ἐγκεφάλου...», Γαληνός) μσν. νεοελλ. οι όρχεις νεοελλ. εν. το… … Dictionary of Greek
λέπτ' — λεπτά , λεπτόν neut nom/voc/acc pl λεπτά , λεπτός peeled neut nom/voc/acc pl λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc/acc dual λεπτά̱ , λεπτός peeled fem nom/voc sg (doric aeolic) λεπτέ , λεπτός peeled masc voc sg λεπταί , λεπτός peeled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)